-
1 κῆρ
κῆρ, τό, perh.[var] contr.from κέαρ (sed v. infr.); Hom. always κῆρ, dat. κῆρι, Adv. κηρόθι (q.v.); Trag.always κέαρ (no other case):—A heart,κῆρ γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι Il.14.139
;κ. ἄχνυται ἐν θυμῷ 6.523
, cf. 7.428;ἄλλα δέ οἱ κ. ὅρμαινε φρεσὶν ᾗσιν Od.18.344
, cf. 7.82;τῶ κε.. αἶψα μεταστρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κ. Il.15.52
;θαλέων ἐμπλησάμενος κ. 22.504
, cf. 19.319; τοῦ δ' οὔ ποτε κυδάλιμον κ. ταρβεῖ, of a boar or lion, 12.45: dat. κῆρι as Adv., with all the heart, heartily,ὅν τε Ζεὺς κῆρι φιλήσῃ 9.117
: mostly strengthd., περὶ κ. φιλεῖν περὶ Adv., either exceedingly or throughout) 13.430;περὶ κ... τιμᾶν τινα Od.5.36
, etc.;ἀπέχθωνται περὶ κ. Il.4.53
;περὶ κ... ἐχολώθη 13.206
; νεμεσσῶμαι π. κῆρι ib. 119; for λάσιον κ. v. λάσιος; later κῆρ ἄσᾳ βόρηται dub. in Sapph.Supp.25.18;ἐμὸν κέαρ οὐ γεύεται ὕμνων Pi.I.5(4).20
, cf. N. 7.102, B.16.108, etc.;κέαρ ἀπαράμυθον A.Pr. 187
(lyr.); ἠλγύνθην, ἠχθέσθην κέαρ, ib. 247, 392, etc.; paratrag.,τὸ κέαρ ηὐφράνθην Ar. Ach.5
. (With nom. κῆρ cf. OPruss. seyr, Arm. sirt, 'heart', I.-E. [kcirc ]ērd- (cf. καρδία) ; κέαρ is perh. a later formation on the analogy of ἔαρ: ἦρ.) -
2 ἄση
A surfeit, loathing, nausea, Hp.Aph.5.61 (pl.), Acut.(Sp.) 14;ἄση περὶ τὴν καρδίαν Epid.7.10
; ἄ. πλησμονή Sch.Il. Oxy.221 xi 18.2 distress, vexation, Hdt.1.136, Andronic.Rhod. p.570 M.;ἔπαυσε καρδίαν ἄσης E.Med. 245
: pl.,μή μ' ἄσαισι μήτ' ὀνίαισι δάμνα θῦμον Sapph.1.3
, cf. Alc.Supp.14.11;λύπας καὶ ἄσας παρέχειν Pl.Ti. 71c
, cf. Stoic.3.100.II = ἄσις, Luc.Cyn.1, Poll.1.49, Opp. H.3.433. (Cf. ἄω satiate.)
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский